- ιχωρορροώ
- ἰχωρορροῶ, -έω (Α)βγάζω ιχώρα, ορό, πυώδη ύλη, πυορροώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + -ρροῶ (< -ρρους < ρούς), πρβλ. αιμο-ρροώ, φυλλο-ρροώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχωρροώ — ἰχωρροῶ, έω (Α) ιχωρορροῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχωρορροῶ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)] … Dictionary of Greek